προσκολλώμαι

προσκολλώμαι
προσκολλώμαι, προσκολλήθηκα, προσκολλημένος βλ. πίν. 61

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσκολλῶμαι — προσκολλάω glue on pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) προσκολλάω glue on pres ind mp 1st sg προσκολλάω glue on pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) προσκολλάω glue on pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) προσκολλάω glue on pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφύω — (AM ἐμφύω) 1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι 2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.) μσν. 1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει 2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • προσιζάνω — Α 1. κάθομαι κοντά σε κάτι 2. ξεκουράζομαι, ηρεμώ, ησυχάζω («ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν προσιζάνει σαπρόν», Αριστοτ.) 3. συνάπτομαι, προσκολλώμαι («τὸ ἄγαλμα ἀπὸ τῶν προσιζανόντων καθαίρειν») 4. (για ρούχα) εφαρμόζω καλά, έχω καλή εφαρμογή 5. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • αλίνω — ἀλίνω (Α) 1. λεπτύνω, τρίβω 2. επαλείφω, επιχρίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. αρχαϊκής πιθ. προελεύσεως, με σπάνια χρήση. Ετυμολογικά η λ. θεωρείται συγγενής με το ρ. ἀλείφω*. Συγκεκριμένα ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα *lei «βλεννώδης» με προθεματικό ἀ… …   Dictionary of Greek

  • αρπακολλώ — ( άω) 1. αρπάζω, πιάνω, γραπώνω 2. μέσ. πιάνομαι σφιχτά, προσκολλώμαι («τα παιδάκια αρπακολλήθηκαν απ τις ποδιές των μονάδων τους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω, αρπώ + κολλώ] …   Dictionary of Greek

  • ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι …   Dictionary of Greek

  • εμπήγω — και μπήγω (AM ἐμπήγνυμι και ἐμπηγνύω) μπήγω, σφηνώνω, καρφώνω αρχ. 1. κάνω κάτι να παγώσει 2. μέσ. ἐμπήγνυμαι προσηλώνομαι, προσκολλώμαι σε κάτι ή κάποιον 3. παθ. παγώνω, πεθαίνω από ψύξη …   Dictionary of Greek

  • ενερείδω — ἐνερείδω (Α) [ερείδω] 1. στηρίζω μέσα σε κάτι, βάζω μέσα, μπήγω («οἱ μέν μοχλόν ἑλόντες ἐλάινον, ὀξύν ἐπ ἄκρω, ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν», Ομ. Οδ.) 2. ακουμπώ, στηρίζω 3. προσηλώνω το βλέμμα, στρέφω σε κάτι («ἐνερείδω τήν ὄψιν τινί», Πλούτ.) 4. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… …   Dictionary of Greek

  • καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”